- μαρμαίροντι
- μαρμαίρωflashpres part act masc/neut dat sgμαρμαίρωflashpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαίροντ' — μαρμαίροντα , μαρμαίρω flash pres part act neut nom/voc/acc pl μαρμαίροντα , μαρμαίρω flash pres part act masc acc sg μαρμαίροντι , μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat sg μαρμαίροντι , μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (doric) μαρμαίροντε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek